διαλαλημός

διαλαλημός
ο (Μ διαλαλημός) [διαλαλώ]
νεοελλ.
το διαλάλημα
μσν.
η δημοπρασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαλαλισμός — ο η διακήρυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλαλημός αναλογικά προς τα ουσ. σε ισμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”